- μελερόν
- μελερόν· μαραντικόν, καυστικόν, Hsch.; cf. μαλερός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελερόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαραντικόν, καυστικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. μαλερός «ισχυρός, καταστρεπτικός»] … Dictionary of Greek